- σεβιότ
- το(λ. αγγλ.), άκλ., είδος μαλλιού (και το ύφασμα που γίνεται απ' αυτό).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σεβιότ — το, Ν άκλ. 1. αγγλικής προέλευσης μαλλί που αποτελείται από μακριές, απαλές και στιλπνές τρίχες προβάτου 2. νήμα ή ύφασμα κατασκευασμένο από το παραπάνω μαλλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. cheviot, από τους λόφους Cheviot τής Αγγλίας και Σκωτίας] … Dictionary of Greek
Σκοτιά — (Scotland). Περιοχή των Βρετανικών Νησιών, που περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας και τα αρχιπελάγη των Σέτλαντ, των Ορκάδων των εξωτερικών και εσωτερικών Εβρίδων και άλλα μικρότερα. Η Σ., παλιότερη γραφή Σκωτία ,… … Dictionary of Greek
σκοτία — (Scotland). Περιοχή των Βρετανικών Νησιών, που περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας και τα αρχιπελάγη των Σέτλαντ, των Ορκάδων των εξωτερικών και εσωτερικών Εβρίδων και άλλα μικρότερα. Η Σ., παλιότερη γραφή Σκωτία ,… … Dictionary of Greek